- άπνιχτος
- η , ο неутонувший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπνιχτος — η, ο αυτός που δεν πνίγηκε: Άπνιχτους και πνιγμένους τούς μάζεψε ένα άλλο καράβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)